πιεστήριος

πιεστήριος
πῐεσ-τήριος, later [full] πῐαστήριος, ον,
A pressing, squeezing,

πιαστήρια ὄργανα Heliod.

ap. Orib.49.4.68.
II πιεστήριον, τό, press, Dsc.4.75; [dialect] Dor. πιαστήριον Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πιεστήριος — α, ο / πιεστήριος, ον, ΝΜΑ, και πιαστήριος Α [πιεστήρ] 1. αυτός με τον οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι («πιαστήρια /ὄργανα», Ηλιόδ.) 2.το ουδ. ως ουσ. το πιεστήριο(ν) και πιαστήριον το όργανο με το οποίο πιέζει, συνθλίβει κανείς κάτι νεοελλ.… …   Dictionary of Greek

  • πιεστήριον — πιεστήριος pressing masc/fem acc sg πιεστήριος pressing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστηρίοις — πιεστήριος pressing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστηρίῳ — πιεστήριος pressing masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιεστήριο — το βλ. πιεστήριος …   Dictionary of Greek

  • πραισόριον — και πρησώριον, τὸ, Α πιεστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. pressorium, ουσιαστικοποιημένος τ. τού επιθ. pressorius «πιεστήριος»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”